- ψυχρίας
- ψυχρίᾱς , ψυχρίαchillinessfem acc plψυχρίᾱς , ψυχρίαchillinessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά … Dictionary of Greek
ψυχρία — ἡ, ΜΑ [ψυχρός] κρύο, ψύχρα αρχ.μτφ. ψυχρολογία* («ὡς ναυτιῶν ὑπὸ τῆς ἐκείνου ψυχρίας», Σχόλ. Αριστοφ.) … Dictionary of Greek